Καταρχάς, τα αυτονόητα: οφείλουμε να προστατεύσουμε και το τεκμήριο αθωότητας κάθε κατηγορουμένου και, ταυτόχρονα, να επιδείξουμε σεβασμό στο φερόμενο θύμα του αποτρόπαιου εγκλήματος που είναι ο βιασμός. Ιδίως επειδή η στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος περνά μέσα από την απόδειξη όχι μόνον της αντικειμενικής του υπόστασης, δηλαδή της τέλεσης της γενετήσιας πράξης, αλλά και μέσα από την τεκμηρίωση της υποκειμενικής υπόστασης της άρνησης συναίνεσης του θύματος σε αυτήν. Η απόδειξή αυτή είναι συχνά δύσκολη, επώδυνη και εξευτελιστική για το θύμα. Ένας λόγος, λοιπόν, παραπάνω για τον απόλυτο σεβασμό του.
Είναι προφανές ότι η υπόθεση Γεωργούλη είναι μια ποινική και όχι μια πολιτική υπόθεση. Και είναι, καταρχήν, λάθος η πολιτικοποίηση της. Η ζωή αλλά και η λογική λένε πως οι ποινικές παρεκτροπές των ατόμων δεν έχουν ιδεολογικό πρόσημο, εκτός κι αν πρόκειται για εγκληματική οργάνωση που υποδύεται το κόμμα, όπως ήταν η Χρυσή Αυγή. Αλλά τότε δεν μιλάμε για κόμμα με ιδεολογία και πρόγραμμα αλλά ακριβώς για εγκληματική οργάνωση. Τούτου λεχθέντος, ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μη μπει στον πειρασμό να αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν μια αντίστοιχη κατηγορία περί βιασμού αφορούσε στέλεχος της ΝΔ.
Η απάντηση είναι εύκολη και θλιβερή. Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτικοποίησε με τον πιο χυδαίο τρόπο αντίστοιχες παραβατικές συμπεριφορές και επιχείρησε με τον πιο αδίστακτο τρόπο να τις χρεώσει απευθείας στον πρωθυπουργό και στις υπουργούς του. Στην υπόθεση Λιγνάδη, παρόλο που αυτός δεν ήταν ούτε βουλευτής ούτε στέλεχος της ΝΔ αλλά γνωστός καλλιτέχνης που διορίσθηκε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου επί ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ έστησε μια οργανωμένη καμπάνια σε όλη την Ελλάδα, στα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο, σε δημόσιους χώρους, στη βουλή και στην ίδια την αίθουσα της δίκης, την οποία προσπάθησε να μετατρέψει σε λαϊκό δικαστήριο, για να δικάσει και να καταδικάσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, τη Λίνα Μενδώνη και, κυρίως, τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η αθλιότητα δεν είχε όρια καθώς το σύνθημα «Νέα Παιδεραστία» αναπαράγονταν, εισάγοντας στη χώρα μας εκτρωματικές θεωρίες συνομωσίας, όπως η γνωστή αμερικανική QAnon.
Κατ’ελάχιστον, η άμεση ανάμειξη στελεχών του, με συνεχείς δηλώσεις και καθημερινή παρουσία στη δίκη αλλά και σε δημόσιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από αυτήν, σε μια ποινική υπόθεση, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αποτέλεσε βαριά προσβολή τόσο για το κράτος δικαίου όσο και για τον πολιτικό πολιτισμό της πατρίδας μας. Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με τον βόρβορο που, στο παρελθόν, καλλιέργησε. Η αμηχανία και ο εκνευρισμός του είναι έκδηλες αφού «όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι».
Η υπόθεση, ωστόσο, Γεωργούλη γεννά και μια δεύτερη σκέψη για το επίπεδο και την ποιότητα της ελληνικής εκπροσώπησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα παράπονα αλλά και οι καταθλιπτικές κατατάξεις των Ελλήνων ευρωβουλευτών τα προηγούμενα χρόνια ήταν γνωστά. Όταν, όμως, έχεις έναν ευρωβουλευτής, τον κ. Λαγό, στη φυλακή, μία προφυλακισμένη και, τώρα, ελεύθερη υπό περιορισμό και κάποιους των οποίων αίρεται η ασυλία για κακουργήματα είναι προφανές ότι κάτι δεν πήγε καλά στην επιλογή του 2019.
Η Ελλάδα διαθέτει ευρωβουλευτές με ήθος, ταλέντο και αφοσίωση. Όμως η γενική εικόνα δεν είναι καλή. Έχουμε 21 όλο κι όλο ευρωβουλευτές. Οι 11 από αυτούς δεν μετέχουν σε καμία πολιτική ομάδα ή μετέχουν σε πολύ μικρές και περιθωριακές. Ο ρόλος τους, λοιπόν, είναι περιορισμένος. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι στις ευρωεκλογές δεν ψηφίζουμε για να εκτονώσουμε ανέξοδα την οργή μας και να «στείλουμε μήνυμα» αποδοκιμασίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι αρκετά σημαντικό για να μην το παίρνουμε σοβαρά. Και, προφανώς, η αναγνωρισιμότητα δεν ταυτίζεται πάντα με την αξία. Την επόμενη φορά θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί και πιο επιλεκτικοί.