Το 1990, αμέσως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, η Γιουγκοσλαβία ήταν όχι μόνον η πλουσιότερη χώρα της περιοχής αλλά κι αυτή που θεωρούνταν ότι είχε τις καλύτερες προοπτικές για μια γρήγορη μετάβαση στην ευημερούσα δημοκρατία της αγοράς. Τριάντα χρόνια αργότερα, η πρόβλεψη έχει διαψευστεί παταγωδώς και οι χώρες, που προέκυψαν από την πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία, απέτυχαν, σε γενικές γραμμές, οικονομικά και πολιτικά. Σε σχέση, μάλιστα, με μερικούς «αστέρες» της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία και οι Βαλτικές, κυρίως, η Εσθονία, που το 1990 ήταν πολύ φτωχότερες, η «μετα-γιουγκοσλαβική» αποτυχία αποκτά ιστορικές διαστάσεις.
Σήμερα, με εξαίρεση την Αλβανία, η οποία ξεκινώντας από πάρα πολύ χαμηλά έχει καταφέρει να αναπτυχθεί σημαντικά, αν και παραμένει μια από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, τα υπόλοιπα «Δυτικά Βαλκάνια», όπως ονόμασαν οι Βρυξέλλες τις χώρες της περιοχής, πλην Σλοβενίας, υποφέρουν από αναιμική ανάπτυξη, δημογραφική συρρίκνωση, δημοκρατική οπισθοχώρηση, εκτεταμένη διαφθορά και έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος και, βέβαια, ανοικτά ζητήματα συνόρων και μειονοτήτων. Κάποιες από τις χώρες της περιοχής, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, έχουν παραμείνει καθηλωμένες στο βιοτικό επίπεδο του 1990 ή λίγο καλύτερα, την ώρα που η Πολωνία το βελτίωσε τέσσερις φορές. Μάλιστα, η επικείμενη Σλοβενική Προεδρία της ΕΕ, που ξεκινά την 1η Ιουλίου, κυκλοφόρησε ένα non-paper που περιγράφει «ιδέες» για αλλαγή συνόρων στην περιοχή, απόδειξη της ρευστότητας που τη μαστίζει και δεν της επιτρέπει να αναπτυχθεί.
Εξίσου δυσάρεστη είναι η κατάσταση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ξεκινώντας από την πιο αναπτυγμένη χώρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που είναι η Σλοβενία, όπου η εκεί κυβέρνηση ζήλεψε τελευταία τη «δόξα» του γείτονα Βίκτωρ Όρμπαν της Ουγγαρίας, οι περισσότερες χώρες κυβερνώνται από υβριδικά καθεστώτα που έχουν μεν εκλογές, το αποτέλεσμα όμως των οποίων είναι προδιαγεγραμμένο, με κατεξοχήν παράδειγμα τη Σερβία του Αλεξάντερ Βούτσιτς.
Η μόνη ελπίδα για μια ανάταξη των Δυτικών Βαλκανίων παραμένει η ευρωπαϊκή προοπτική, η οποία όμως, τα τελευταία χρόνια, έχει αποδυναμωθεί, εξαιτίας της κόπωσης των Ευρωπαίων, μετά από 15 χρόνια συνεχών ευρωπαϊκών κρίσεων από την απόρριψη της Συνταγματικής Συνθήκης το 2005, στην κρίση του ευρώ το 2010, στην προσφυγική κρίση του 2015, στο Brexit το 2016 και στην πανδημία του 2020.
Στο αποκαρδιωτικό αυτό τοπίο, η θέση και ο ρόλος της Ελλάδας ενισχύεται, μετά τη μεγάλη υποχώρησή της την προηγούμενη δεκαετία. Παρά το οξυμένο πρόβλημα με την Τουρκία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα βρίσκεται γεωγραφικά και στα Βαλκάνια. Για μια σειρά από λόγους, τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν προτεραιότητα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Αυτό υπογράμμισε και η πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ, Νίκου Δένδια, στο Κόσοβο που ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα θέλει και μπορεί να συνομιλεί με όλους. Η ανάκτηση της ελληνικής αξιοπιστίας και η δυναμική επιστροφή της Ελλάδας στα Βαλκάνια, σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο, είναι μια ρεαλιστική προοπτική που ενισχύεται από τον αυξανόμενο ρόλο που παίζει στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον αλλά και την πρόσφατη σημαντική βελτίωση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Οι υπογράψαντες τη Συμφωνία των Πρεσπών θεωρούν ότι αυτή ενίσχυσε την ελληνική παρουσία στην ευρύτερη Βαλκανική. Ξεχνούν βέβαια ότι η τρίτη, εντελώς αχρείαστη, ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, το φθινόπωρο του 2015, αποτέλεσμα των εγκληματικών χειρισμών του πρώτου εξαμήνου εκείνης της χρονιάς, οδήγησε στον πλήρη αφελληνισμό του ελληνικού τραπεζικού κεφαλαίου εκεί.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι βεβαίως υποχρεωμένη να τηρήσει τα υπογραφέντα, όπως είχε προειδοποιήσει όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Όμως, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν έχει και δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί με τις προβλέψεις της Συμφωνίας περί «μακεδονικού» έθνους και γλώσσας. Η Συμφωνία, όπως σωστά τότε επικρίθηκε, επιχείρησε να επιλύσει σύνθετα ταυτοτικά ζητήματα, και μάλιστα αναβαθμίζοντάς και γι’ αυτό περιπλέκοντάς τα, αντί να περιοριστεί σε έναν αμοιβαίο συμβιβασμό, στη βάση της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό. Υπό αυτή την έννοια, η Συμφωνία περισσότερο δηλητηρίασε το κλίμα παρά βοήθησε στην εκτόνωσή του. Η μυστική διπλωματία που προηγήθηκε και η εργαλειοποίηση της «προσπάθειας επίλυσης» από την πλευρά του τότε πρωθυπουργού για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, επέτειναν την καχυποψία και υπονόμευσαν την αξιοπιστία του εγχειρήματος ακόμα και στα πιο μετριοπαθή στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Σαν να μην έφθανε αυτό, η ίδια η Βουλγαρία στράφηκε εναντίον των βασικών προνοιών της Συμφωνίας και επιζητά την αλλαγή της, μέσω του βέτο που διαθέτει στην ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας. Προσωπικά είχα προειδοποιήσει, ήδη από τις 12 Ιουνίου 2018, στην τηλεόραση του Action 24, ότι η Βουλγαρία δεν πρόκειται να αποδεχθεί «μακεδονικό» έθνος και γλώσσα. Η βουλγαρική εμπλοκή εκθέτει ακόμα περισσότερο τους τότε χειρισμούς της Αθήνας ενώ η διαρκής αμφιθυμία των Σκοπίων στην εφαρμογή της βασικής πρόβλεψης της Συμφωνίας για τη σύνθετη ονομασία δημιουργεί επιπλέον εντάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα καλείται να πετύχει μια δύσκολη εξισορρόπηση με γνώμονα την ενίσχυση της σταθερότητας αλλά και των ερεισμάτων της στην περιοχή. Δυστυχώς, οι τοπικές εκεί ελίτ επιμένουν συχνά, όπως έδειξαν και τα τελευταία γεγονότα με την προκλητική παρουσία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της γείτονος, σε έναν ξεπερασμένο εθνικισμό που δυσχεραίνει την προσέγγιση και υπονομεύει το ευρωπαϊκό μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων.