Συνέντευξη στον Νίκο Οικονόμου:
«Μπορεί να είχαμε ένα σχετικά ήρεμο καλοκαίρι, ωστόσο θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι η Τουρκία αλλάζει», τονίζει ο Δημήτρης Καιρίδης. Ο βουλευτής του βόρειου τομέα Αθηνών της ΝΔ και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο, σε συνέντευξή του στη «ΜτΚ» επισημαίνει ότι η Τουρκία και η αντιμετώπιση του αναθεωρητισμού της είναι ένας αγώνας διάρκειας, που δεν συγχωρεί κανέναν εφησυχασμό και καμία αφέλεια. «Χρειάζεται διαρκής εγρήγορση. Και στο εθνικό μέτωπο, με την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και στο διεθνές με την εμβάθυνση των διπλωματικών μας ερεισμάτων. Έχουμε νέες ευκαιρίες που πρέπει να αξιοποιήσουμε», επισημαίνει.
Πώς αποτιμάτε τη νέα γεωπολιτική συμμαχία ΗΠΑ-Αυστραλίας-Βρετανίας;
Πρόκειται για μία σημαντική τομή στις διεθνείς εξελίξεις, που σηματοδοτεί μια νέα διαχωριστική γραμμή: την αντιπαράθεση Κίνας και Αμερικής και ευρύτερα Κίνας και Δύσης. Οι ΗΠΑ δέχονται για πρώτη φορά, τα τελευταία 60 και χρόνια, να μοιραστούν μια πολύ προηγμένη τεχνολογία πυρηνοκίνησης υποβρυχίων με την Αυστραλία και οι Αυστραλοί, μετά από μεγάλο προβληματισμό, καθώς είναι μια χώρα οικονομικά ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την Κίνα, αποφάσισαν να προσχωρήσουν δυναμικά και απερίφραστα στο δυτικό στρατόπεδο και το αντι-κινεζικό μέτωπο.
Πώς θα επηρεάσει την Ευρώπη;
Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την αιφνιδιαστική αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν και την κατάρρευση του εκεί καθεστώτος που προκάλεσε έντονους προβληματισμούς στους ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ, μπορεί να διευκολύνει τη γεωστρατηγική αφύπνιση της Ευρώπης. Ήδη έχουν πυκνώσει οι σχετικές φωνές για τη γεωστρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, με προεξέχουσα φυσικά τη Γαλλία. Η ευρωπαϊκή συσπείρωση είναι κάτι θεμιτό και επιθυμητό, ιδίως για χώρες όπως η Ελλάδα που αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα ασφάλειας με τον ανατολικό τους γείτονα. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Η Ευρώπη παραμένει εσωστρεφής και σε ένα βαθμό γεωστρατηγικά αμέριμνη και έχει αποφύγει να επενδύσει αυτά που χρειάζονται, προκειμένου να αποτελεί αξιόπιστο γεωστρατηγικό παίκτη. Η κατεύθυνση όμως είναι αυτή και ο ρόλος της Ελλάδας
πρέπει να είναι να συμβάλλει προς την επιτάχυνση αυτής της πορείας.
Προς τα πού πρέπει να κινηθεί η Ευρώπη με βάση τα νέα αυτά δεδομένα;
Η Ευρώπη εμφανίζεται αμφίθυμη απέναντι στον αμερικανο-κινεζικό ανταγωνισμό. Πολλές χώρες, και βέβαια η Γερμανία, έχουν πολύ στενές οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Ο βασικός κρίκος για την Ελλάδα παραμένει βέβαια η ναυτιλία. Το εξωτερικό εμπόριο της Κίνας διεξάγεται με ελληνικά πλοία από το οποίο επωφελείται το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο και συνολικά η ελληνική οικονομία. Οι Έλληνες εφοπλιστές είναι από τους καλύτερους πελάτες των κινεζικών ναυπηγείων, με παραγγελίες αξίας δισεκατομμυρίων κάθε χρόνο εκεί, και βέβαια η Κίνα μέσω της Cosco ελέγχει το λιμάνι του Πειραιά, το οποίο έχει αναπτυχθεί στο μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου. Παρά ωστόσο τις ανθηρές και ολοένα αυξανόμενες οικονομικές σχέσεις, γεωστρατηγικά οι Ευρωπαίοι δεν μπορεί παρά να συνταχθούν με τη Δύση. Τη φιλελεύθερη δημοκρατική Δύση που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, με την κοινωνική προστασία και την περιβαλλοντική ευαισθησία.
Πώς αποτιμάτε τις κινήσεις του Τζο Μπάιντεν;
Ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται να κάνει πράξη την προεκλογική του υπόσχεση. Ότι δηλαδή η αμερικανική εξωτερική πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί στο μείζον, που είναι ο ανταγωνισμός με την Κίνα, ο οποίος και θα καθορίσει τον 21ο αιώνα και να απεμπλακεί από τα δευτερεύοντα όπως ήταν ο πόλεμος του Αφγανιστάν. Ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται να μετακινείται σταδιακά σε μια πιο σκληρή θέση έναντι της Κίνας, σε σχέση με ό,τι πρέσβευε ως Αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα. Η μετακίνηση αυτή έχει να κάνει με το ευρύτερο κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην Αμερική σε βάρος της Κίνας, αλλά και με τη γεωστρατηγική αφύπνιση της ίδιας της Κίνας τα τελευταία χρόνια που προκαλεί την αντίδραση των Αμερικανών, αλλά και των ίδιων των γειτόνων της Κίνας.
Σήμερα ψηφίζουν οι Γερμανοί, σε μια εκλογική διαδικασία που θεωρείται αρκετά κρίσιμη τόσο για την ίδια τη χώρα, που θεωρείται η ατμομηχανή της Ευρώπης, όσο και για την ίδια τη Γηραιά Ήπειρο. Τι περιμένετε;
Σήμερα ψηφίζουν οι Γερμανοί. Πρόκειται για την πιο αβέβαιη εκλογική αναμέτρηση στην πρόσφατη ιστορία της Γερμανίας. Οι δημοσκοπήσεις υπήρξαν εξαιρετικά ρευστές, με ένα ανεβοκατέβασμα των πρωταγωνιστών στην πρώτη θέση. Κάποτε ήταν οι Πράσινοι, μετά οι Χριστιανοδημοκράτες, τώρα οι Σοσιαλδημοκράτες κι ένα μεγάλο ποσοστό κοντά στο 40% αναποφάσιστους. Άρα κόντρα στα γερμανικά πολιτικά ήθη της προβλεψιμότητας και της απέχθειας προς τις εκπλήξεις, έχουμε αβεβαιότητα τόσο για τον νικητή όσο και για τη σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού. Ξέρουμε ότι δεν θα είναι η Μέρκελ Καγκελάριος. Η οποία είναι η πρώτη στην ιστορία, Καγκελάριος που δεν διεκδικεί την επανεκλογή της. Ξέρουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι τρικομματική. Καθώς το κομματικό σύστημα συνεχίζει την πορεία κατακερματισμού του. Ξέρουμε ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θα καταγράψουν το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία τους. Έχουν δημιουργηθεί αρκετά μεγάλες προσδοκίες από μια πιο αριστερή γερμανική κυβέρνηση, που θα φανεί πιο αλληλέγγυα προς τον ευρωπαϊκό νότο, σε σχέση με ό,τι συνηθίσαμε τα προηγούμενα χρόνια και γεωστρατηγικά πιο υποψιασμένη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πορεία είναι προς τα εκεί, όμως τα βήματα θα είναι μικρά. Διότι στο τέλος για κάθε γερμανική κυβέρνηση στο βαθμό που είναι γερμανική και εκλεγμένη από Γερμανούς ψηφοφόρους για να εξυπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα, θα είναι πάντα δύσκολο, όχι ακατόρθωτο, όπως διδάσκει η ιστορία, αλλά σίγουρα δύσκολο να συνεισφέρει περισσότερα χρήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πώς θα επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα και ο σχηματισμός της όποιας κυβέρνησης στο Βερολίνο τις γερμανο-τουρκικές και τελικά τις ευρω-τουρκικές σχέσεις; Οι Πράσινοι που θεωρούνται ότι σε κάθε περίπτωση θα είναι κυβερνητικός εταίρος κρατούν αποστάσεις από τη γείτονα. Τι εκτιμάτε;
Καταρχάς αξίζει να θυμόμαστε ότι η Τουρκία στο παρελθόν, και το κάνει και αυτή τη φορά, επιχειρεί να εργαλειοποιήσει την παρουσία των πολλών Γερμανών τουρκικής καταγωγής, ψηφοφόρων, για να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία. Ωστόσο, η στάση των γερμανικών κομμάτων έναντι της Τουρκίας φαίνεται ότι σταδιακά σκληραίνει και ότι ο Ερντογάν έχει σίγουρα χάσει την παλιά του λάμψη. Είναι αλήθεια ότι ειδικά οι Πράσινοι έχουν μια αυστηρότερη στάση στα ζητήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και στο ζήτημα της γεωστρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης συνολικά. Ωστόσο και αυτοί, όπως επίσης και οι Σοσιαλδημοκράτες, διστάζουν να κάνουν το μεγάλο βήμα και να διεκδικήσουν την αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας, χωρίς την οποία δεν μπορούν τα λόγια να γίνουν πράξη.
Βλέπετε καμία αλλαγή στα ελληνοτουρκικά; Από τη μία έχουμε πολλές παραβιάσεις από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη στον ελληνικό εναέριο χώρο και ταυτόχρονη παράνομη αλιεία και από την άλλη σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο το άπλωμα του χεριού για συνεργασία και συναντήσεις κορυφής. Αντιφατικά όλα αυτά, έτσι δεν είναι;
Είχαμε ένα σχετικά ήρεμο καλοκαίρι. Σίγουρα σε σχέση με το 2020. Ωστόσο θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς, ότι η Τουρκία αλλάζει. Η Τουρκία και η αντιμετώπιση του αναθεωρητισμού της, είναι ένας αγώνας διάρκειας, που δεν συγχωρεί κανέναν εφησυχασμό και καμία αφέλεια. Γι’ αυτό χρειάζεται διαρκής εγρήγορση. Και στο εθνικό μέτωπο, με την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και στο διεθνές με την εμβάθυνση των διπλωματικών μας ερεισμάτων. Έχουμε νέες ευκαιρίες που πρέπει να αξιοποιήσουμε. Στην Αμερική ουδέποτε το κλίμα ήταν τόσο βαρύ, με την Τουρκία του Ερντογάν, όσο είναι σήμερα για παράδειγμα. Η χώρα μας θέλει σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία και πιστεύει ειλικρινά ότι από αυτές θα ωφεληθούν και οι δύο λαοί και η διεθνής ασφάλεια και σταθερότητα. Όμως είναι απόλυτα αποφασισμένοι κυβέρνηση και λαός, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων να υπερασπιστούν μέχρι κεραίας όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα, όπως απορρέουν και προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο. Με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα.