Δέκα χρόνια μετά: η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σήμερα

25.9.2018

Συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες δέκα χρόνια από την έναρξη της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης της ιστορίας. Τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008, μετά από φρενήρεις αλλά άκαρπες διαβουλεύσεις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ανακοινώθηκε η χρεοκοπία ενός αμερικανικού κολοσσού με παγκόσμια επιρροή, της τράπεζας επενδύσεων Lehman Brothers. Η χρεοκοπία της Lehman άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου καθώς πάγωσε μονομιάς την παγκόσμια διατραπεζική αγορά, οδηγώντας τις αλληλοεξαρτώμενες δυτικές οικονομίες, πολύ πιο γρήγορα από ότι το 1929, σε ένα ενδεχόμενο κραχ.

Η κρίση έθεσε υπό αμφισβήτηση την ενότητα της ίδιας της ευρωζώνης, χτυπώντας τους αδύναμους κρίκους της, αρχής γενομένης από την Ελλάδα. Εν τέλει, η κρίση επιλύθηκε μόνο χάρη στην πρωτοφανή μαζική παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών, προεξάρχουσας της αμερικανικής Fed, αλλά και της δημοσιονομικής επέκτασης στις Ηνωμένες Πολιτείες και των κολοσσιαίων προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας και των άλλων χωρών στην περιφέρεια του ευρώ, συνολικού ύψους άνω του μισού τρισεκατομμυρίου ευρώ.

Η κρίση προκλήθηκε από την έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα κέρδη τους, οι τράπεζες έδωσαν δάνεια χωρίς τις κατάλληλες εξασφαλίσεις. Αυτό αφορούσε τόσο τα sub-prime στεγαστικά δάνεια στην αμερικανική κτηματαγορά όσο και τον υπέρμετρο δανεισμό της Ελλάδας με χαμηλά επιτόκια, μετά την ένταξή της στο ευρώ.

Η μη διάσωση της Lehman καταγράφεται ως μια από τις καταστροφικότερες αποφάσεις της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών τα προηγούμενα εκατό χρόνια (μαζί με την επιστροφή στον απομονωτισμό μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ και την επέμβαση στο Ιράκ το 2003). Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για τη μη έγκαιρη διάσωση της Ελλάδας με κούρεμα του δημόσιου χρέους και δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να κάνει «whatever it takes», υπέρ της ενότητας της ευρωζώνης, ήδη από το 2010 αντί για το 2012.

Η απόφαση της μη διάσωσης βασίστηκε στο περίφημο ηθικολογικό επιχείρημα να αφεθούν οι αποτυχόντες του ελεύθερου ανταγωνισμού να πληρώσουν το τίμημα της αποτυχίας τους, χωρίς να διασωθούν από τους φορολογούμενους (επιχείρημα που με πάθος υποστήριξε, εκτός των άλλων, και η παγκόσμια αριστερά). Τελικά, η απόφαση της μη διάσωσης στοίχισε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στα δημόσια ταμεία και, πάντως, πολύ περισσότερο από μια ενδεχόμενη διάσωση που θα περιόριζε το πρόβλημα, της Lehman ή της Ελλάδας, στη γέννησή του.

Οι δυτικές οικονομίες διασώθηκαν χάρη στην κρατική παρέμβαση. Και, μάλιστα, εκεί όπου η παρέμβαση αυτή υπήρξε άμεση και μαζική, δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το ελεγχόμενο από τους Δημοκρατικούς Κογκρέσο άνοιξε τη στρόφιγγα της δημοσιονομικής επέκτασης, σε συνδυασμό με μια εξαιρετικά επιθετική στη νομισματική επέκταση Fed, η κρίση τελείωσε σύντομα και το ΑΕΠ επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδα μέσα σε μια τετραετία. Η Ευρώπη δεν τα κατάφερε τόσο καλά καθώς γι’ αυτή την επιστροφή απαιτήθηκε μια οκταετία και πολλές χώρες, με πρώτη την Ελλάδα, παραμένουν κάτω ή στο όριο του 2008.

Η πιο σημαντική συνέπεια της κρίσης ήταν πολιτική. Η κρίση αιφνιδίασε τις πολιτικές ελίτ και τραυμάτισε την αξιοπιστία και τη λαϊκή τους νομιμοποίηση. Οι «ειδικοί» αποδείχτηκαν άσχετοι και ανίκανοι. Τα λαϊκά εισοδήματα υποχώρησαν ή παρέμειναν στάσιμα ενισχύοντας την αντι-συστημική ψήφο. Στην Ευρώπη απειλήθηκε μια γενικευμένη σύγκρουση βορρά-νότου.

Η αριστερά απέτυχε να εκμεταλλευτεί πολιτικά την κρίση, με εξαίρεση ίσως, και πάντως μόνο πρόσκαιρα, την Ελλάδα, και η δεξιά κατάφερε να την παρουσιάσει περισσότερο ως απόρροια της απερισκεψίας των δανειζόμενων παρά των δανειστών. Στην πορεία προστέθηκε η μεταναστευτική κρίση για να πεισθεί μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ότι η βελτίωση του βιοτικού της επίπεδου εξαρτάται από την απόκρουση της «ξένης εισβολής» παρά από την αντιμετώπιση των διευρυνόμενων ανισοτήτων που ο παγκοσμιοποιημένος οικονομικός ανταγωνισμός προκαλεί στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Με άλλα λόγια, σε πολλές χώρες, η κρίση τραυμάτισε το παλιό κομματικό σύστημα και ενίσχυσε την ακροδεξιά, στην οποία στράφηκε μεγάλο μέρος των φτωχότερων στρωμάτων.

Η άνοδος του «Κόμματος του Τσαγιού» το 2010 και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών  το 2016 αποδεικνύει την «αχαριστία» του εκλογικού σώματος, που κάθε άλλο παρά επιβράβευσε τις σοφές επιλογές του Δημοκρατικού Κογκρέσου. Επιπλέον, η επιστροφή στην επιθετική απορρύθμιση της οικονομίας αποδεικνύει ότι το πάθημα του 2008 δεν έγινε μάθημα και πως μια νέα κρίση είναι και σήμερα πιθανή.