Πριν λίγες μέρες, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για την απολιγνιτοποίηση. Πρόκειται για μια μεγάλη, τολμηρή και εμβληματική, για την πολιτική ταυτότητα της Νέας Δημοκρατίας, μεταρρύθμιση.
Την ενεργειακή ή πράσινη μετάβαση επιβάλλει η απειλή της κλιματικής κατάρρευσης. Το ότι, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ο άνθρωπος, για πρώτη φορά στην ιστορία, επηρεάζει αρνητικά, ολοένα και περισσότερο, το περιβάλλον στη γη αποτελεί ένα αναμφισβήτητο επιστημονικό δεδομένο.
Η εκβιομηχάνιση προκάλεσε την υπέρμετρη έκλυση αερίων του θερμοκηπίου, όπως, κατεξοχήν, του διοξειδίου του άνθρακα, τα οποία εγκλωβίζουν την ηλιακή θερμότητα και αυξάνουν σταδιακά τη μέση θερμοκρασία στη γη, διαταράσσοντας συνολικά το παγκόσμιο οικοσύστημα. Σήμερα, η Ευρώπη πρωτοστατεί στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πιο μεγάλης απειλής που αντιμετώπισε ποτέ η ανθρωπότητα και φιλοδοξεί να μειώσει τις εκπομπές της κατά 55% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 1990.
Η χώρα μας έχει πετύχει σημαντική μείωση των εκπομπών της κατά την προηγούμενη δεκαετία εξαιτίας τόσο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, η οποία μείωσε την κατανάλωση, όσο και χάρη στην αύξηση της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, η καύση του λιγνίτη, ενός από τα πιο ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, παρήγαγε, μέχρι πρόσφατα, το 1/3 των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, για να καταφέρει η Ελλάδα να τηρήσει τις ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις είναι απαραίτητο, εκτός των άλλων, να εγκαταλείψει την καύση λιγνίτη.
Επιπλέον, ο λιγνίτης έχει καταστεί οικονομικά ασύμφορος εξαιτίας των δικαιωμάτων ρύπων που πρέπει η ΔΕΗ να πληρώνει όταν τον καίει. Για τον λόγο αυτό, η λιγνιτοπαραγωγή στην πατρίδα μας έχει ήδη μειωθεί κατά 70% μεταξύ των ετών 2010 και 2019, με τη μεγαλύτερη μείωση κατά 55% το 2016 και το 2019 επί ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Ακόμα και στις ΗΠΑ, όπου ο Πρόεδρος Τραμπ είχε εκλεγεί υποσχόμενος την αναβίωση της ανθρακοπαραγωγής, η χρήση άνθρακα μειώθηκε, για καθαρά οικονομικούς λόγους, κατά 20% μεταξύ των ετών 2016 και 2019.
Δυστυχώς, η τεχνολογία δέσμευσης του εκλυόμενου διοξειδίου του άνθρακα είναι ακόμα στα σπάργανα, ακριβή και, εν τέλει, ασύμφορη για τη μαζική κλίμακα της λιγνιτοπαραγωγής. Επιπλέον, τα υπάρχοντα εργοστάσια της ΔΕΗ έχουν κλείσει τον κύκλο λειτουργίας τους και, τυχόν, παράταση της χρήσης τους προϋποθέτει μεγάλες και ακριβές επενδύσεις σε μια τεχνολογία που εγκαταλείπεται πανερευρωπαϊκά.
Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να πωλήσει τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ δεν βρήκε ούτε έναν αγοραστή. Άλλωστε, η λειτουργία των συγκεκριμένων μονάδων έφτασε να προκαλεί ετήσιες ζημιές μισού δισεκατομμυρίου ευρώ στη ΔΕΗ, το κόστος των οποίων πλήρωνε ο καταναλωτής. Τέλος, αν και είναι αλήθεια ότι σήμερα, εξαιτίας της εκρηκτικής αύξησης της διεθνούς τιμής του φυσικού αερίου, ο λιγνίτης είναι ανταγωνιστικός έναντι του φυσικού αερίου, αυτό δεν θα διαρκέσει, η τιμή των δικαιωμάτων ρύπων διαρκώς αυξάνεται και, σε κάθε περίπτωση, οι ανανεώσιμες πηγές είναι πολύ φθηνότερες και, συν τω χρόνω, γίνονται ολοένα και φθηνότερες.
Όποιος αποκρύπτει τις βασικές αυτές αλήθειες κοροϊδεύει και παραπλανά τους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών. Η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη πρόσφεραν πολλά στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, που συνδέθηκε με τον ταχύ και μαζικό εξηλεκτρισμό των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και την εκβιομηχάνιση. Σήμερα, η πολιτεία οφείλει να συνδράμει στον απαραίτητο οικονομικό μετασχηματισμό τους και την άμβλυνση των συνεπειών της απολιγνιτοποίησης, εξασφαλίζοντας μια βιώσιμη και φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη.
Μετά από μια δεκαετία βίαιης αλλά όχι δίκαιης μετάβασης και μια 5ετία απόλυτης αδράνειας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία έχει εκπονήσει και εφαρμόζει ένα συνολικό σχέδιο με επενδύσεις που θα ξεπεράσουν τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ και θα εξασφαλίσουν περισσότερες και καλύτερες δουλειές στη θέση όσων χάνονται από τον τερματισμό της λειτουργίας των υπάρχοντων λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023 και της νέας μονάδας, της Πτολεμαΐδας 5, μέχρι το 2028.