Από το ρίσκο της έντασης στο μονοπάτι του διαλόγου (GR Diplomatic Review, Μάιος-Ιούνιος 2021)

Τα τελευταία χρόνια,  η Τουρκία προωθεί το νεοοθωμανικό όραμα, με στόχο την περιφερειακή επέκταση και ηγεμόνευση, ακολουθώντας συστηματική αναθεωρητική τακτική προς κάθε κατεύθυνση. Καθοριστικό στοιχείο της σημερινής νεοθωμανικής ταυτότητας της Τουρκίας είναι η αυτονόμηση από τη Δύση.

Αυτό δεν σημαίνει αποκοπή από τη Δύση, με κατεύθυνση την προσχώρηση στους μεγάλους πόλους της Ανατολής. Σημαίνει επιλογή στρατηγικής αυτονομίας, με ταυτόχρονη συναλλακτική σχέση με όλους, στα πλαίσια του σημερινού ρευστού πολυπολικού συστήματος. Σημαίνει ότι ο ερντογανικός τουρκοισλαμικός δρόμος βαδίζει σε διαφοροποιημένη ιδεολογική κατεύθυνση και γεωπολιτική θέση από τον ιδρυτικό κεμαλικό  προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να τον υπερκεράσει σε επεκτατισμό, με στόχο την ηγεμόνευση συνολικά της Ανατολικής Μεσογείου.

Η παγκόσμια μεταβατική ρευστότητα, συνδυασμένη με την πρόσφατη γεωπολιτική αμηχανία των δυτικών δυνάμεων, αποτέλεσε τον καταλύτη για την νεοθωμανική παρεμβατικότητα στην ευρύτερη περιοχή μας. Οι τουρκικές ελίτ πέριξ του Ερντογάν εκτίμησαν ότι έφτασε η κατάλληλη εποχή να αποδεσμευτούν από τη «δυτική πολιτιστική αιχμαλωσία» και να δράσουν «απελευθερωτικά» και αναθεωρητικά στο περιφερειακό γίγνεσθαι. Προβάλλοντας τη γνωστή αντίληψη «του αδικημένου και πληγωμένου θύματος» από την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και με αιχμή την απειλιτική και παραβατική πρακτική του στρατιωτικού εξαναγκασμού, ανέπτυξαν μια ευρεία παρέμβαση στο χώρο των Βαλκανίων, του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής. Έτσι, οδηγηθήκαμε στη γνωστή περίοδο διαρκούς όξυνσης του 2020 στο χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Εκείνο όμως, που τροφοδοτεί, εντείνει και εντέλει ξεχωρίζει τον σημερινό τουρκικό επεκτατισμό από αυτόν της δεκαετίας του 1970 δεν είναι απλά και μόνο τα γεωπολιτικά κενά της συγκυρίας αλλά κυρίως η διαμόρφωση της νεοθωμανικής ταυτότητας και η απορρέουσα στρατηγική προτεραιότητα της δυτικής αυτονόμησης.        

Αλλά και στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, άλλαξαν πολλά. Η χώρα βίωσε με δραματικό τρόπο την οικονομική κατάρρευση του 2010. Δεν είχε βέβαια προβλήματα γεωπολιτικής κατεύθυνσης, αντιμετώπισε όμως σημαντικούς κλυδωνισμούς στα πλαίσια των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων και των τυχοδιωκτισμών της κρίσης του 2015. Η Ελλάδα, ευτυχώς, τα  αντιπαρήλθε, συνεχίζοντας αταλάντευτα στο δυτικό στρατόπεδο, με ταυτόχρονη στήριξη της ταυτότητας και της εξωτερικής της πολιτικής στις αρχές και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Ειδικότερα, με την κυβερνητική αλλαγή του 2019, η εθνική πολιτική της χώρας μεταβλήθηκε ριζικά ως προς τα  δύο μεγάλα εθνικά ζητούμενα: της ενεργητικής διπλωματίας και της αποτρεπτικής αναδιοργάνωσης και ικανότητας. Η νέα πολιτική της χώρας βρήκε πεδίο αποφασιστικής και αποτελεσματικής εφαρμογής στην  τελευταία κρίση στον Έβρο και το Αιγαίο και τη Μεσόγειο και παράλληλα αποτέλεσε τον καταλύτη αφύπνισης και συντονισμού του δυτικού παράγοντα, απέναντι στους βαθύτερους κινδύνους του τουρκικού αναθεωρητισμού. Αυτό αφορά τη συνειδητοποίηση των ρηγμάτων ασφαλείας του δυτικού κόσμου που έθεσε σε διακινδύνευση η τουρκική επιθετικότητα και την ταυτόχρονη επιδίωξη όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των δυτικών πόλων, ΗΠΑ και ΕΕ.

Η Τουρκία, είχε σχεδιάσει να τρέξει εκβιαστικά και στρατιωτικοποιημένα τις εξελίξεις απέναντι στην Ελλάδα αλλά το σχέδιο απέτυχε. Πόνταρε στην αμηχανία και τον διχασμό της Δύσης αλλά αποκαλύφθηκε και με σημείο αντιστροφής την αλλαγή της αμερικανικής διοίκησης, πιέστηκε και αναδιπλώθηκε. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η πολιτική της υπερεπέκτασης σε πολλά ταυτόχρονα μέτωπα και αντιπαλότητες.  Η Τουρκία υπερεκτίμησε δυνατότητες και συγκυρίες αλλά άρχισε να καταλαβαίνει και τα όρια της. Δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια ολομέτωπη αντιπαράθεση με τη Δύση. Τρίτος δε συντελεστής της σημερινής εξέλιξης είναι πλέον το εσωτερικό ασταθές πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό της μέτωπο.

Η Ελλάδα αποφεύγοντας ευφυώς τη μεγάλη παγίδα της στρατιωτικοποίησης,  η οποία πριμοδοτούνταν από την επισπεύδουσα τουρκική στρατηγική  και κινητοποιώντας τον δυτικό παράγοντα (ΕΕ, ΗΠΑ) οδήγησε την Τουρκία από το πεδίο στο τραπέζι. Η εξέλιξη αυτή δεν λύνει βεβαίως δια μαγείας το πρόβλημα, ανοίγει όμως νέο πεδίο αναμέτρησης και το θέμα είναι να αξιολογηθούν σωστά οι όροι και η δυναμική του.

Ένα χρόνο μετά την παρατεταταμένη κρίση από την προτεραιότητα της στρατιωτικοποίησης και της έντασης, που έσπρωχνε η Τουρκία, τα πράγματα δρομολογούνται, κατά προτεραιότητα, σε ένα μονοπάτι έστω και δύσκολου διαλόγου, που επιδιώκει η Ελλάδα. Μπορεί το κέρδος της ηρεμίας να το χρειάζονται και οι δύο αλλά λειτουργεί  υπό διαφορετικές συνθήκες και προοπτικές. Διότι η Ελλάδα έχει μπροστά της να αντιμετωπίσει θέματα ισχύος αποτρεπτικής και οικονομικής, με σχέδια όμως συντεταγμένα που προχωρούν, αντίθετα με την Τουρκία που ενώ βρίσκεται σε ισχυρή πίεση από ΗΠΑ και ΕΕ, την ίδια στιγμή, αντιμετωπίζει έντονα το φάσμα μιας εξελισσόμενης κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης.                                                                                                                                                                                                Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί και να χάσει τίποτα από το μονοπάτι του διαλόγου. Άλλωστε η ελληνοτουρκική διαφορά ή θα επιλυθεί με όρους Διεθνούς Δικαίου και Διαιτησίας ή θα παραταθεί με όρους κόστους και διακινδύνευσης και για τις δύο πλευρές.