Κορυφώθηκε πρόσφατα ο εορτασμός των 40 χρόνων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 1981-2021. Η ένταξη στην τότε ΕΟΚ υπήρξε το μεγαλύτερο διπλωματικό επίτευγμα της μεταπολεμικής Ελλάδας κι ένας προσωπικός πολιτικός θρίαμβος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οι ευεργετικές συνέπειες της συμμετοχής μας στην ενωμένη Ευρώπη δεν αμφισβητούνται πια σχεδόν από κανένα.
Ωστόσο, τα αφιερώματα για τα 40χρονα της ευρωπαϊκής μας πορείας αποφεύγουν, συχνά, να ασχοληθούν με την ταυτόχρονη αποτυχία μας να συγκλίνουμε οικονομικά με τον πλούσιο ευρωπαϊκό βορρά. Η σύγκλιση ήταν ένας πρωταρχικός στόχος των οραματιστών της ένταξης αλλά κι ένας εθνικός στόχος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα.
Η Ελλάδα, με όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος σε σχέση με το αντίστοιχο της Γερμανίας, βρίσκεται εκεί που βρισκόταν το 1981, περίπου στο 60%. Κι αυτό παρά την εισροή, από το 1981 μέχρι σήμερα, εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και τον υπερδεκαπλασιασμό του δημόσιου χρέους μας.
Όλοι αυτοί οι πόροι που εισέρευσαν την τελευταία 40ετία δεν κατάφεραν να μας φέρουν πιο κοντά στους βόρειους εταίρους μας. Η σύγκριση είναι απογοητευτική για δυο πρόσθετους λόγους. Πρώτον, γιατί την 30ετία πριν την ένταξη, η Ελλάδα πραγματοποίησε ένα αναπτυξιακό άλμα που την έφερε από το 15% του γερμανικού κατά κεφαλήν εισοδήματος το 1950 στο 60% το 1980, παρά την ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη της ίδιας της Γερμανίας.
Δεύτερον, την 30ετία που ακολούθησε την πτώση του ανατολικοευρωπαϊκού κομουνισμού το 1989, χώρες όπως η Πολωνία, οι Βαλτικές, η Τσεχία και η Σλοβακία μας έφτασαν ή μας ξεπέρασαν. Το 1990 η Πολωνία είχε το ένα τέταρτο του δικού μας κατά κεφαλήν εισοδήματος αλλά, σύντομα, θα μας έχει φθάσει.
Γιατί αποτύχαμε σε όρους οικονομικής σύγκλισης; Τα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης μέχρι το 1980, η Ελλάδα δεν κατάφερε να αποκτήσει μια εξωστρεφή και διεθνώς ανταγωνιστική βιομηχανία. Το χειρότερο ήταν ότι, τη δεκαετία του 1980, αντί να ανασκουμπωθούμε, όπως οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και οι Ιρλανδοί, βασιστήκαμε στη δημοσιονομική επέκταση με δανεικά και τον κρατισμό που καθήλωσαν την οικονομία.
Η διόρθωση που επιχειρήθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη δεν μακροημέρευσε και τη διαδέχθηκε μια προσπάθεια ένταξης στην ΟΝΕ χωρίς τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Η επιτυχία της ένταξης στην ΟΝΕ βασίστηκε στην πολιτική της σκληρής δραχμής και της μείωσης του πληθωρισμού, που συμπαρέσυρε σε μείωση το επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου, ανακουφίζοντας τον προϋπολογισμό. Όμως, οι πρωτογενείς δαπάνες παρέμειναν υψηλές και, συχνά, ιδίως για τη στήριξη του ασφαλιστικού, αυξήθηκαν.
Την πρώτη δεκαετία της ένταξης στην ΟΝΕ, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μειώθηκε ακόμα περισσότερο, συνεχίζοντας μια πορεία που είχε αρχίσει, με την πολιτική της σκληρής δραχμής, από τη δεκαετία του 1990, παρά την προσπάθεια ήπιας διόρθωσης το 2005. Τέλος, όταν ήρθε η κρίση του 2009, το πολιτικό σύστημα καθυστέρησε, διχάστηκε και, εν τέλει, απέτυχε να την ελέγξει έγκαιρα, οδηγώντας σε μια δεκαετή περιδίνηση.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει μια ιστορική ευκαιρία να ξεπεράσει όχι μόνο την πανδημική και την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας αλλά και να επανέλθει σε πορεία σύγκλισης, σε σταθερές βάσεις, με τη βόρεια Ευρώπη, που αποτελεί ιστορικά έναν βασικό εθνικό στόχο. Οι πρόδρομοι δείκτες είναι θετικοί και οι προσδοκίες από το Ταμείο Ανάκαμψης μεγάλες. Η εμπιστοσύνη των αγορών στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ολοένα και ενισχύεται, την ίδια ώρα που η πολιτική σταθερότητα φαίνεται να εμπεδώνεται, παρά την προσπάθεια υπονόμευσής της με την απλή αναλογική.
Υπάρχουν τεράστια κεφάλαια σήμερα παγκοσμίως που αναζητούν προσοδοφόρους προορισμούς να επενδυθούν. Αυτή τη φορά, την ώρα που «βρέχει» λεφτά διεθνώς, εμείς δεν θα πρέπει να «κρατάμε ομπρέλα», όπως, συχνά, κάναμε στο παρελθόν αλλά να επιμείνουμε στην πολιτικά επίπονη αλλά εθνικά χρήσιμη μεταρρυθμιστική πορεία. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας αλλά και στα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές που δεν αξίζουν ένα ξενιτεμένο μέλλον αλλά θέλουν και μπορούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν στην πατρίδα τους.