Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό, που ολοκληρώνεται με τη ψήφισή του την προσεχή Τρίτη, είναι πάντα μια ευκαιρία απολογισμού αλλά και προγραμματισμού για τη νέα αρχή που φέρνει η επόμενη χρονιά.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το 2020 σημαδεύτηκε απρόσμενα και πρωτόγνωρα από την πανδημία. Επρόκειτο για το απόλυτο παγκόσμιο γεγονός, αν και οι επιπτώσεις του δεν ήταν και δεν είναι παντού και για όλους οι ίδιες.
Είναι νωρίς για έναν συνολικό απολογισμό, όμως φαίνεται πως κάποιες ασιατικές χώρες τα πήγαν καλύτερα στον έλεγχο της πανδημίας από ότι η Ευρώπη και η Αμερική.
Και, βέβαια, όλοι οι εργαζόμενοι δεν επηρεάστηκαν το ίδιο. Όσων η δουλειά εξαρτάτο από την αυτοπρόσωπη παρουσία δυσκολεύτηκαν περισσότερο σε σχέση με εκείνους που μπορούν πιο εύκολα να τηλε-εργαστούν. Όσοι παρείχαν «μαύρη εργασία» δύσκολα μπόρεσαν να διεκδικήσουν αποζημίωση από το κράτος. Γενικότερα, οι οικονομίες που εξαρτώνται από την παροχή υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός, που εξ ορισμού βασίζεται στην ανθρώπινη κινητικότητα, υπέφεραν.
Χώρες με αναπτυγμένες τηλεπικοινωνίες και μεγάλη διείσδυση του ίντερνετ και των ηλεκτρονικών υπηρεσιών προσαρμόστηκαν καλύτερα. Τέλος, χώρες με μικρό δημόσιο χρέος, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, είχαν πολύ μεγαλύτερη άνεση να στηρίξουν την οικονομία τους με κρατικούς πόρους, σε σχέση με τις πιο χρεωμένες, όπως η Ιταλία και, κατεξοχήν, η Ελλάδα.
Σε γενικές γραμμές, όσον αφορά την Ευρώπη αξιοσημείωτο είναι ότι τα κατάφερε πολιτικά καθώς πέτυχε να ξεπεράσει τις παραδοσιακές γερμανικές κόκκινες γραμμές, συμφωνώντας στην έκδοση κοινού χρέους και σε ευρωπαϊκές επιδοτήσεις προς τα κράτη-μέλη εκτός από δάνεια.
Στην οικονομία, Ευρώπη και Αμερική διαφοροποιήθηκαν στην επιλογή της κατάλληλης απάντησης στην ύφεση που η πανδημία και το λοκντάουν προκάλεσαν. Οι ΗΠΑ άφησαν ελεύθερη τη «δημιουργική καταστροφή» της αγοράς, χάνοντας και ξανά-ανακτώντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Αντίθετα, η Ευρώπη επέλεξε να επιδοτήσει τη διατήρηση των υπαρχουσών θέσεων, προκειμένου να αποφύγει μια έκρηξη, έστω και προσωρινή, της ανεργίας.
Μέσα σε αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο, η επίδοση της Ελλάδας υπήρξε αξιοθαύμαστη. Η αρχική εξαιρετικά δυσοίωνη πρόβλεψη διαψεύστηκε. Μια χώρα με δημόσιο χρέος σχεδόν διπλάσιο του ΑΕΠ της, εξαρτημένη, σε μεγάλο βαθμό, από τον τουρισμό και την αυτοπρόσωπη παροχή υπηρεσιών, όπως η εστίαση και η διασκέδαση, και με χαμηλή διείσδυση των νέων τεχνολογιών δεν θα μπορούσε να αποφύγει έναν επώδυνο κλυδωνισμό.
Ωστόσο, η ύφεση ήταν μικρότερη και, εν τέλει, μάλλον θα κινηθεί σε μονοψήφια ποσοστά. Η ανεργία δεν εκτοξεύθηκε. Η παραγωγική Ελλάδα άντεξε το σοκ. Η κυβέρνηση μπόρεσε να χρηματοδοτήσει τις αυξημένες δαπάνες, 24 επιπλέον δισεκατομμύρια το 2020 και άλλα 7,5 το 2021, με πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού, χάρη στην αυξημένη αξιοπιστία της στις αγορές. Και η δομική μετεξέλιξη της οικονομίας επιταχύνθηκε. Από τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και την τηλε-εκπαίδευση μέχρι την έκρηξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η Ελλάδα έτρεξε μπροστά, σε πολύ μικρό διάστημα.
Εάν ο εμβολιασμός εξασφαλίσει την ασφάλεια των διεθνών μετακινήσεων πριν το καλοκαίρι και ο τουρισμός ανακάμψει ουσιαστικά, από τα πολύ χαμηλά επίπεδα του 2020, τότε το 2021 η ελληνική οικονομία μπορεί να εκτιναχθεί και η Ελλάδα να εντυπωσιάσει με τις επιδόσεις της.