Η συζήτηση για την εξέλιξη των ελληνο-τουρκικών σχέσεων έχει επικεντρωθεί στο αμιγώς διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, δηλαδή, κυρίως, στις τριγωνικές σχέσεις της Αθήνας και της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον και τις πρωτεύουσες των σημαντικών ευρωπαϊκών και μεσανατολικών χωρών από τη μια, και την προμήθεια (η μη προμήθεια στην περίπτωση των F-35 και των F-16 για την Τουρκία) νέου προηγμένου αμυντικού εξοπλισμού από την άλλη.
Όλα αυτά είναι, προφανώς, πολύ σημαντικά και αξίζουν μεγάλης προσοχής τόσο σε επίπεδο υψηλής πολιτικής όσο και σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου. Όμως, αποτελούν μόνο την κορυφή στο ευρύτερο ζήτημα του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού. Κι αυτό έχει να κάνει κυρίως με την οικονομία και, δευτερευόντως, με τη δημογραφία.
Στον τομέα της δημογραφίας η χώρα μας εμφανίζεται εξαιρετικά αδύναμη αφού έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας και από τους υψηλότερους ρυθμούς γήρανσης του πληθυσμού στον κόσμο. Σε αντίθεση με την Τουρκία, της οποίας ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνει και θα σταθεροποιηθεί μόνο μετά το 2050, όταν θα έχει ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια.
Στο επίπεδο της οικονομίας, ωστόσο, έχουμε μεγάλα περιθώρια βελτίωσης μετά την καταστροφή της κρίσης της περασμένης δεκαετίας. Η ελληνο-τουρκική σχέση θα κριθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τις οικονομικές εξελίξεις. Αν η Ελλάδα συνεχίσει να ανακάμπτει και επιμείνει στους υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς της τελευταίας διετίας, τότε μπορεί να εξασφαλιστεί μια ισορροπία ανάμεσα στις δυο χώρες.
Την τελευταία πενταετία, η Τουρκία έχει κάνει μια σειρά από λάθος επιλογές, με κορυφαία την ανορθόδοξη νομισματική πολιτική που υιοθέτησε και η οποία τροφοδοτεί τον πληθωρισμό και αναδιανέμει βίαια το εθνικό εισόδημα υπέρ των φίλων του Προέδρου Ερντογάν. Ευρύτερα, η κατάρρευση του όποιου κράτους δικαίου είχε η γείτονα, έχει διώξει μακριά τους ξένους επενδυτές αλλά και πολλά εγχώρια ταλέντα και κεφάλαια. Όλα αυτά παγιδεύουν την Τουρκία βραχυπρόθεσμα στην αστάθεια και στις χαμηλές αναπτυξιακές προοπτικές, παρά τον δημογραφικό δυναμισμό της και τη μεγάλη πρόοδο που είχε σημειώσει στο πρόσφατο παρελθόν.
Αυτό που μετράει είναι τι θα κάνουμε εμείς; Πως θα τοποθετεί η Ελλάδα στον νέο κόσμο που ανατέλλει και στον αναδιατασσόμενο παγκόσμιο οικονομικό και γεω-πολιτικό χάρτη; Η παλιά παγκοσμιοποίηση με επίκεντρο την Κίνα ως το παγκόσμιο κέντρο της μεταποίησης δίνει σιγά-σιγά τη θέση του σε «περιφεροποιήσεις» και σμίκρυνση των εφοδιαστικών αλυσίδων, με προτεραιότητα στην ασφάλεια και άλλες παραμέτρους, τις οποίες, μέχρι πρόσφατα, υπερκέραζε η επιθυμία για χαμηλό κόστος.
Μπορεί η Ελλάδα να επωφεληθεί από τις νέες ευκαιρίες που αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν; Την ώρα, μάλιστα, που, από τη μια μεριά, η Αμερική επιδοτεί αφειδώς τις επιχειρήσεις και προσελκύει επενδύσεις και, από την άλλη, η Ευρώπη ανησυχεί και χαλαρώνει τις απαγορεύσεις για κρατικές ενισχύσεις.
Μπορεί το ελληνικό δημόσιο να συναγωνιστεί τις δυνατότητες του γερμανικού ή του γαλλικού; Πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα παράγει τους τεχνίτες, τα στελέχη και τους επιστήμονες που έχει ανάγκη η οικονομία, αντί για στρατιές ανέργων ή ανίκανων προς υψηλής παραγωγικότητας εργασία; Μπορεί να αναγεννηθεί η ελληνική μεταποίηση και η χώρα να πρωτοπορήσει στην πράσινη και τη ψηφιακή μετάβαση, όπως έδειξε να κάνει μετά το 2019;
Παρά την έκρηξη των επενδύσεων και την προσέλκυση πολυεθνικών τεχνολογικών κολοσσών στην πατρίδα μας πρόσφατα, το επενδυτικό χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει κι αν δεν επιταχύνουμε το κλείσιμό του, δεν υπάρχει ελπίδα να ξαναπλησιάσουμε το μέσο ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος την τελευταία τετραετία αλλά έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας.
Στις εκλογές που έρχονται, αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα και τα κρίσιμα διακυβεύματα. Η δημόσια αντιπαράθεση θα πρέπει να γίνει εντός θέματος, χωρίς τοξικότητα αλλά με επιχειρήματα. Η κυβέρνηση θα εξηγήσει τις μεγάλες επιτυχίες της και θα δεσμευτεί για νέες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, τη δικαιοσύνη και όπου αλλού χρειάζεται. Καλό θα ήταν και η αντιπολίτευση να τοποθετηθεί υπεύθυνα, χωρίς λαϊκισμό και ανεύθυνη πλειοδοσία.