Ο καλός «φίλος» Ταγίπ Ερντογάν;

Η Τουρκία επιχειρεί να οικοδομήσει γέφυρες με μια σειρά από χώρες με τις οποίες τις είχε γκρεμίσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Προτεραιότητα έχει η Αίγυπτος, η ηγέτιδα του αραβικού κόσμου, και από κοντά το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ταυτόχρονα, η Τουρκία επιχειρεί να επαναπροσεγγίσει τη Δύση και, ιδίως, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πρόσφατη επίθεση φιλίας προς την Ελλάδα μετά από αρκετά χρόνια μεγάλης έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, με ευθύνη της Άγκυρας.

Η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι προσωπική υπόθεση του Προέδρου Ερντογάν, όπως και κάθε άλλη δημόσια πολιτική στη σημερινή Τουρκία. Η παλιά γραφειοκρατία του υπουργείου εξωτερικών έχει παραμεριστεί και η τουρκική εξωτερική πολιτική χαράσσεται στο προεδρικό μέγαρο από τον ίδιο τον Ερντογάν, συνεπικουρούμενο από λιγοστούς συμβούλους του. Άρα, τόσο η προηγούμενη ένταση όσο και η σημερινή επίθεση φιλίας είναι προσωπική επιλογή του ίδιου του Ερντογάν.

Τούτου δοθέντος ανακύπτει το αυτονόητο ερώτημα γιατί; Γιατί ο Ερντογάν επέλεξε αυτή την επαναπροσέγγιση και πόσο βάθος αυτή έχει; Θα ήταν αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι ο Ερντογάν άλλαξε κοσμοθεωρία και, αίφνης, έγινε δυτικόφιλος με ότι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική συμπεριφορά του, όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας. Πρόκειται, προφανώς, για αλλαγή τακτικής και πολύ λιγότερο ουσίας.

Η εύκολη απάντηση στην ερώτηση είναι ότι ο Ερντογάν πιέζεται οικονομικά και χρειάζεται τη χρηματοδότηση της Δύσης, τόσο για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και τα ελλείματα όσο και για την ανοικοδόμηση της σεισμόπληκτης περιοχής στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας. Αυτό είναι αλήθεια αλλά, ίσως, είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας.

Ένας καχύποπτος μπορεί να αναρωτηθεί μήπως ο Ερντογάν κάνει τα «γλυκά μάτια» στη Δύση, γιατί θέλει η Δύση να του κάνει τα «στραβά μάτια». Ο Ερντογάν δεν ανήκει στους ηγέτες που παραδίδουν αμαχητί την εξουσία. Οι προσεχείς εκλογές στην Τουρκία ελέγχονται ήδη ως άδικες, καθώς η αντιπολίτευση έχει αντίπαλο όχι μόνο τον Ερντογάν και το κόμμα του αλλά, συνολικά, τον κρατικό μηχανισμό, τη Δικαιοσύνη, τα σώματα ασφαλείας, τα ΜΜΕ και, βέβαια, την Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή.

Το ερώτημα που απομένει να απαντηθεί είναι πόσο ανόθευτες θα είναι οι εκλογές; Καταρχήν, υπάρχουν εύλογες υποψίες αν μπορούν να γίνουν αδιάβλητες εκλογές στη νοτιοανατολική Τουρκία, ιδίως μετά τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου. Πολλοί υποπτεύονται ότι ο Ερντογάν μπορεί να γύρει την πλάστιγγα υπέρ του στην καταμέτρηση, αν η απόσταση που θα τον χωρίζει από τον Κιλιντσάρογλου είναι μικρή.

Σε περίπτωση νοθείας, ο Ερντογάν θέλει να εξασφαλίσει τη σιωπή της Δύσης. Ο απεσταλμένος του, Ιμπραχίμ Καλίν, προσπάθησε να πείσει τους Αμερικάνους, κατά το πρόσφατο ταξίδι του στην Ουάσιγκτον, ότι μόνον ο Ερντογάν μπορεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητα στην Τουρκία και, παρά τις εντάσεις του παρελθόντος, την αξιοπιστία της ως ΝΑΤΟϊκού συμμάχου. Θα πρέπει, λοιπόν, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι να καταλάβουν τις «ιδιαιτερότητες» της Τουρκίας και να ανεχθούν τις όποιες παρατυπίες χρειαστούν για να εξασφαλιστεί η επανεκλογή του Ερντογάν.

Είναι προφανές ότι πολλά θα εξαρτηθούν από την αντίδραση της αντιπολίτευσης. Αν η νοθεία είναι γενικευμένη, η αντιπολίτευση μπορεί να βγάλει τον κόσμο της στους δρόμους και η Τουρκία να βιώσει επικίνδυνες και, σίγουρα, βίαιες καταστάσεις. Κάποιοι από τους οπαδούς του Ερντογάν είναι ήδη οργανωμένοι σε «τάγματα εφόδου». Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι ο Ερντογάν έγινε αίφνης φιλειρηνικός. Ιδίως, όταν εμφανίζεται έτοιμος να γίνει πολύ σκληρός απέναντι στον ίδιο τον δικό του λαό.

Η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιεί τις όποιες ευκαιρίες συνεννόησης με την Τουρκία παρουσιάζονται. Τόσο γιατί θέλουμε τη μείωση της έντασης και την ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία, στη βάση του διεθνούς δικαίου, όσο και γιατί πρέπει να εμφανιζόμαστε, στα μάτια των συμμάχων μας, ότι τελούμε σε καλή πίστη και είμαστε υπέρ του διαλόγου και της συνεννόησης, προκειμένου να διευκολύνεται η διπλωματική μας προσπάθεια.

Ταυτόχρονα, δεν δικαιούμαστε να είμαστε ούτε αφελείς ούτε βιαστικοί. Η Τουρκία είναι ένας δύσκολος και, συχνά, επιθετικός γείτονας. Οι προσεχείς εκλογές μπορεί να καταστήσουν την Τουρκία έναν ακόμα πιο δύσκολο γείτονα.