Η ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση του 2019 – 2020 καταγράφεται πλέον ως μια από τις πιο μακροχρόνιες και επικίνδυνες για θερμή αναμέτρηση, μετά την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο.
Το χαρακτηριστικό της δε είναι ότι η Τουρκία την είχε σχεδιάσει και μάλιστα είχε προαναγγείλει σε όλους τους τόνους τη στρατιωτικοποίηση της, σε καθορισμένα χρονικά πλαίσια που οι περισσότεροι συνέκλιναν ότι έφταναν μέχρι τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου και την ορκωμοσία του νέου Αμερικάνου Προέδρου στις 20 Ιανουαρίου 2021, για ευνόητους λόγους.
Όμως, η εφαρμογή της τουρκικής εξαναγκαστικής πολιτικής δεν καρποφόρησε για δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον, διότι συνάντησε εκ μέρους της ελληνικής πολιτικής την επιτυχημένη συνδυαστική στρατηγική, αποφασιστικής αποτρεπτικότητας και πολύπλευρης διπλωματικής κινητοποίησης (πολιτικής, θεσμικής, εξοπλιστικής). Δεύτερον, διότι υπήρξε αφύπνιση του δυτικού παράγοντα (ΗΠΑ και ΕΕ) ότι το τουρκικό εγχείρημα στρατιωτικού καταναγκασμού, με μεγάλες πιθανότητες ανάφλεξης, θα προκαλούσε ένα τεράστιο ζήτημα διακινδύνευσης του ευρύτερου δυτικού μηχανισμού ασφάλειας και των ζωτικών συμφερόντων του, στην περιοχή.
Η Τουρκία στήριξε τον σχεδιασμό της στη δυτική αμηχανία, στις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και στα γεωπολιτικά κενά που άφηνε η Δύση στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά δεν μπόρεσε και δεν πρόλαβε. ΗΠΑ και ΕΕ με καταλύτη την ελληνική αποτρεπτική στάση στον Έβρο και στα μέτωπα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου μέτρησαν το διακύβευμα επικινδυνότητας που προκαλεί η επιθετικότητα του τουρκικού αναθεωρητισμού, συντονίστηκαν και έθεσαν όρια που ήταν, η μη σύγκρουση και η στροφή στον διάλογο.
Ο Ερντογάν μπορεί να είναι μεγαλομανής αλλά διαβάζει και σταθμίζει τους διεθνείς συσχετισμούς. Γνωρίζει ότι τώρα και, ειδικά μετά και την αλλαγή της αμερικανικής διοίκησης, μια ολομέτωπη σύγκρουση με τη Δύση και μάλιστα εν αδίκω είναι εκτός των τουρκικών δυνατοτήτων. Έτσι αναδιπλώνεται, επιλέγει την εναλλακτική του διερευνητικού διαλόγου προσπαθώντας να προσαρμόσει τους στόχους του στην νέα πραγματικότητα.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι δεν έχει νόημα η πρόβλεψη, αν η αποδοχή των διερευνητικών από τους Τούρκους είναι κίνηση ελιγμού ή ουσίας. Αυτό δεν χρειάζεται προκαταβολική απάντηση, θα κριθεί από τα πράγματα. Για την Ελλάδα, είναι σίγουρα θετική εξέλιξη γιατί άλλωστε αυτή είναι η πρωτεύουσα στρατηγική της, σε αντίθεση με την Τουρκία που αποδίδει προτεραιότητα στην στρατιωτικοποίηση της κρίσης και στον διπλωματικό εξαναγκασμό.
Φτάνουμε λοιπόν σήμερα στο σημείο έναρξης των περίφημων διερευνητικών συνομιλιών. Αρχικά σημειώνουμε, ότι οι διερευνητικές συνομιλίες από την φύση τους δεν είναι διαπραγμάτευση. Είναι διαδικασία διαλόγου, άτυπη και μη δεσμευτική με στόχο να διερευνηθεί αν μπορούμε, με κριτήρια διεθνούς δικαίου και σε κλίμα εμπιστοσύνης, να οδηγηθούμε προς επίλυση της μόνης συγκεκριμένης διαφοράς, της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Εδώ ακριβώς αρχίζουν τα προβλήματα χαώδους απόστασης μεταξύ των δύο μερών, που ξεκινούν από την ατζέντα του διαλόγου. Η Τουρκία υποστηρίζει γενικευμένο αναθεωρητικό διάλογο ενώ η Ελλάδα υποστηρίζει διάλογο συγκεκριμένης διαφοράς.
Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η διαφορετική θέση για την ατζέντα του διαλόγου αλλά και η ριζικά διαφορετική προσέγγιση αρχών και κριτηρίων για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, καθιστούν τον διάλογο ακανθώδη και εύθραυστο και τη συμφωνία των μερών δύσκολη. Τι μπορεί λοιπόν να προσδοκά κάποιος ως κατάληξη από ένα ελληνοτουρκικό διάλογο σήμερα; Το ενδεχόμενο ίσως μιας συμφωνίας για προσφυγή στη διεθνή διαιτησία στο θέμα της υπαρκτής διαφοράς, που αναγνωρίζει η Ελλάδα. Ουσιαστικά αυτό που ονομάζεται σήμερα διάλογος στην ελληνοτουρκικές σχέσεις, με δεδομένο τη συνθετότητα του προβλήματος στην τελική του άκρη, έχει μόνο ίσως μια διέξοδο, την αποδοχή από τα μέρη της διεθνούς διαιτησίας. Στο μεταξύ, για την όποια αποτυχία, η ευθύνη πρέπει να βαρύνει, στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, την Τουρκία και να μην της επιτραπεί καμία «νίκη» στο «παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών» (blame game) που επιχειρεί.
Εδώ το άρθρο