Τούτες τις μέρες, την άνοιξη του 1915, ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σφαγιάζονταν ή πέθαιναν από την πείνα και τις κακουχίες, κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού τους από τις πατρογονικές τους εστίες στη συριακή έρημο. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 25% των κατοίκων της Μικράς Ασίας, σύμφωνα με τις απογραφές των ίδιων των Οθωμανών, ήταν Χριστιανοί. Δέκα χρόνια μετά, το ποσοστό αυτό είχε πέσει κάτω από το 0,1%, εξαιτίας της γενοκτονίας πολιτικής των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των Αρμενίων, των Ελλήνων και των υπόλοιπων Χριστιανών.
Δεν υπάρχει και δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το έγκλημα που διαπράχθηκε τότε δεν ήταν μια παράπλευρη απώλεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως οι απολογητές της Τουρκίας μάταια επιχειρούν να το παρουσιάσουν. Αντίθετα, ήταν η κατάληξη ενός φανατικού σωβινισμού, που ήδη, από τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε θεωρήσει τους Αρμένιους ως απειλή για την τουρκική κυριαρχία στη Μικρά Ασία. Η αντιμετώπιση της αρμενικής απειλής επέβαλε την εξολόθρευση των Αρμενίων, μέσα από πογκρόμ, τα οποία, στην πορεία, συστηματοποιήθηκαν και αναβαθμίστηκαν σε γενοκτονία, αποκτώντας την κυβερνητική καθοδήγηση και τα κρατικά μέσα, ως επίσημη τουρκική πολιτική.
Σήμερα, η αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι απλώς ένα ιστορικό ζήτημα. Αποτελεί μια ύψιστης σημασίας πολιτική πράξη που σηματοδοτεί την ειλικρινή καταδίκη για ότι συνέβη και τη δέσμευση να μην επαναληφθεί. Μια τέτοια αναγνώριση θα σηματοδοτούσε μια άλλη Τουρκία. Που, όμως, όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά και που καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο να υπάρξει.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Η ιδρυτική και θεμελιώδης ιδεολογία της σύγχρονης Τουρκίας. Ποια είναι αυτή; Ο μισαλλόδοξος τουρκικός εθνικισμός. Ποια η διαφορά του με άλλους εθνικισμούς; Η χρονοκαθυστέρηση στην ανάπτυξή του αλλά και η ιδιαιτερότητα του βασικού φορέα επιβολής του.
Ο τουρκικός εθνικισμός αναπτύχθηκε με καθυστέρηση, καθώς οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι παρέμειναν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, προσκολλημένοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Φορέας του δεν ήταν οι έμποροι και οι διανοητές αλλά, κυρίως, οι στρατιωτικοί και κάποιοι μικροαστοί δημόσιοι υπάλληλοι, όπως ο Ταλάτ.
Αυτός ο αργοπορημένος τουρκικός εθνικισμός δεν αναπτύχθηκε στην εποχή της άνθησης του φιλελευθερισμού, μέχρι το 1848, αλλά στην εποχή της αμφισβήτησής του, όπως είναι, κατεξοχήν, η εποχή από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο της υπό πρωσική καθοδήγηση Γερμανίας, και, κυρίως, από τον Πρώτο Παγκόσμιο μέχρι τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την άνθιση των ολοκληρωτισμών.
Με άλλα λόγια, ο τουρκικός εθνικισμός γρήγορα συνάντησε και παντρεύτηκε με τον φασισμό. Από νωρίς απέφυγε να μιλήσει για δικαιώματα και επικεντρώθηκε στη διάσωση του κράτους. Απέκτησε ένα στρατιωτικό ήθος από τους στρατιωτικούς φορείς του, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν την κοινωνία ως στρατώνα, στον οποίο δικαιούνταν αλλά και όφειλαν να επιβάλλουν τη στρατιωτική πειθαρχία. Κάθε παρέκκλιση αποκλείονταν και τιμωρούνταν. Και κάθε πράξη προς εξυπηρέτηση του ύψιστου σκοπού, της διάσωσης του κράτους, επιτρέπονταν και δικαιολογούνταν.
Η φασίζουσα αυτή αντίληψη διέκρινε τη νεοτουρκική ηγεσία και μπόλιασε και την Τουρκική Δημοκρατία που ακολούθησε. Ο Κεμάλ Ατατούρκ διοίκησε τη νέα Τουρκία ως στρατώνα και καθήλωσε την τουρκική κοινωνία στο κρεβάτι του εθνικιστικού προκρούστη που πρέσβευε, επιβάλλοντας μια ομοιογένεια, σε μια μέχρι τότε πολύχρωμη και πολυπολιτισμική κοινωνία.
Σε αντίθεση με τη μεταπολεμική Γερμανία, όπου η ήττα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, της επέτρεψε να αποκοπεί από τον μεσοπολεμικό φασισμό της, η Τουρκία βγήκε αλώβητη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα, η κεμαλική σύνθεση εθνικισμού και αυταρχισμού να επιβιώσει, λίγο-πολύ, ανέπαφη. Ακόμα και ο Ερντογάν, παρά τις αρχικές του αμφιβολίες και παρεκκλίσεις, την υιοθέτησε, προκειμένου να μονοπωλήσει την εξουσία. Η υποχώρηση της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού διεθνώς, στα χρόνια μετά το 2000, και η αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, συνέβαλαν στη στροφή του Ερντογάν.
Κι έτσι σήμερα, η Τουρκία παραμένει δέσμια του παρελθόντος της. Κουβαλώντας άλυτες τις αντιφάσεις του. Σε βάρος των δικαιωμάτων των ίδιων των πολιτών της. Γιατί η άρνηση της Γενοκτονίας αποτελεί τρανή απόδειξη της αδυναμίας εκδημοκρατισμού της. Η αναγνώρισή της δεν αποτελεί μόνο χρέος γι’ αυτούς που χάθηκαν και για όσους επέζησαν, μέσα σε τόσες δυσκολίες. Αλλά και προϋπόθεση για μια δημοκρατική Τουρκία σε μια κάποια ηρεμία με τον εαυτό της και τους γείτονές της σε έναν καλύτερο, ειρηνικότερο και πιο ανθρώπινο κόσμο.
[1] Απόσπασμα από την ομιλία μου στην επέτειο της Αρμενικής Γενοκτονίας της Εθνικής Αρμενικής Επιτροπής Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη στις 17 Απριλίου 2022.
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Βουλευτής ΝΔ, Βόρειου Τομέα Αθηνών