Την προσεχή Τρίτη, οι Αμερικανοί ψηφίζουν. Για την ακρίβεια, κοντά στα 85 εκατομμύρια έχουν ήδη ψηφίσει. Η συμμετοχή σε αυτές τις εκλογές θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, απόδειξη της κρισιμότητας αυτής της αναμέτρησης.
Οι Δημοκρατικοί αναμένεται να διατηρήσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και να κερδίσουν τη λαϊκή ψήφο στις εκλογές για πρόεδρο. Η μάχη για τον έλεγχο της Γερουσίας παραμένει αμφίρροπη και δύσκολα προβλέψιμη, καθώς αφορά 35 διαφορετικές κούρσες, αν και οι Δημοκρατικοί φαίνεται να έχουν ένα μικρό προβάδισμα, που θα ενισχυθεί όσο καλύτερα τα πάει ο προεδρικός τους υποψήφιος.
Η μεγάλη μάχη είναι, φυσικά, για την προεδρία. Ο Τραμπ διατηρεί κάποιες ελπίδες να κερδίσει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων, όπως το 2016, εάν επικρατήσει στην Πενσιλβάνια. Η αλήθεια όμως είναι ότι η εκστρατεία του αποδιοργανώθηκε από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού. Ο Μπάιντεν, παρά την ηλικία του και την έλλειψη χαρίσματος, αποδείχτηκε ένας φευγαλέος στόχος και, σίγουρα, πολύ πιο συμπαθής από τη Χίλαρι Κλίντον.
Ετσι, η εκλογή έχει μετατραπεί σε δημοψήφισμα για τον Τραμπ, ο οποίος κυβέρνησε στηριζόμενος σε μια ευμεγέθη, συμπαγή και απόλυτα αφοσιωμένη μειοψηφία γύρω στο 42% του εκλογικού σώματος, την οποία, όμως, δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα να διευρύνει. Αυτό είναι κρίσιμο, καθώς το ποσοστό των λευκών που υποστηρίζουν παραδοσιακά περισσότερο τους Ρεπουμπλικανούς, διαρκώς μειώνεται. Οι γυναίκες, οι απόφοιτοι πανεπιστημίου, οι κάτοικοι των προαστίων και οι ηλικιωμένοι αποδεικνύονται η αχίλλειος πτέρνα του Τραμπ.
Η Ευρώπη αναμένει την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ με ανακούφιση. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά μπορούν να συνοψισθούν στους εξής τρεις:
Πρώτον, τα μεγαλύτερα προβλήματα του κόσμου σήμερα, όπως είναι κατεξοχήν η κλιματική αλλαγή, χρήζουν της ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας. Ο Τραμπ είναι εναντίον, ενώ ο Μπάιντεν υπέρ της συνεργασίας αυτής.
Δεύτερον, η θέση των ΗΠΑ και, ακόμη περισσότερο, της Ευρώπης μπορεί να έχει συγκριτικά αποδυναμωθεί στο διεθνές γίγνεσθαι, εξαιτίας της ανόδου της Κίνας και της Ασίας, όμως η «Δύση» ενωμένη, μαζί με την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τους άλλους συμμάχους της, ελέγχει πολύ πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αν ο Τραμπ επέλεξε τη διάσπαση της Δύσης, ο Μπάιντεν επιθυμεί την επανένωσή της, ιδίως στον αγώνα για την ανάσχεση της Κίνας.
Τέλος, η ήττα του Τραμπ δεν θα εξαφανίσει αλλά, σίγουρα, θα αποδυναμώσει τους εθνικολαϊκιστές παγκοσμίως και, ιδίως, στην Ευρώπη. Κατ’ ελάχιστον, θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή των οπαδών του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία και των αντιευρωπαϊστών εν γένει. Και, βέβαια, είναι κάτι που δεν θέλει ούτε ο Ερντογάν ούτε οι άλλοι αυταρχικοί ηγέτες, με τους οποίους ο Τραμπ διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις.
Για την Ελλάδα, που βιώνει μια παρατεταμένη κρίση στις σχέσεις της με την Τουρκία, οι αμερικανικές εκλογές αποτελούν κρίσιμο ορόσημο για τη συνολική επανατοποθέτηση των σχέσεων της Δύσης με την Τουρκία, μακριά από την αμηχανία που χαρακτήρισε την τελευταία τετραετία. Αλλωστε, η Τουρκία, ολοένα και περισσότερο, αποδεικνύεται περισσότερο αντίπαλος παρά σύμμαχος της Δύσης.
* Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, βουλευτής Ν.Δ., βόρειου τομέα Αθηνών.