Το 2020 ήταν ένα πολύ δύσκολο έτος στις, έτσι κι αλλιώς, εδώ και δεκαετίες, προβληματικές ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Ωστόσο, σε λίγο επανεκκινούν οι διερευνητικές επαφές, εν μέσω προσδοκιών για εκτόνωση της έντασης που καλλιέργησε η Άγκυρα όλο το προηγούμενο διάστημα.
Είναι γνωστό ότι η Τουρκία βρίσκεται σήμερα διπλωματικά πιεσμένη, μετά την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων και το πάγωμα της ευρω-τουρκικής σχέσης. Η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν δείχνει να θέλει να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα από τη γραμμή Πομπέο, θέτοντας την Άγκυρα προ μιας ξεκάθαρης επιλογής: ή είναι ή δεν είναι με τη Δύση.
Πριν από 75 χρόνια, στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, η Τουρκία επέλεξε να ενταχθεί στο δυτικό στρατόπεδο, πιεζόμενη από τις εδαφικές διεκδικήσεις της τότε ΕΣΣΔ. Σήμερα, η Άγκυρα καλείται να αποφασίσει αν θα παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο ή θα επιμείνει στην πορεία απομάκρυνσης και ρήξης με τη Δύση. Η όποια απόφασή της θα έχει ιστορικές συνέπειες τόσο για τα δημοκρατικά δικαιώματα των Τούρκων πολιτών στο εσωτερικό όσο και για τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο.
Για την Ελλάδα, η επιλογή της ρήξης της Τουρκίας με τη Δύση ενέχει κινδύνους αλλά και ευκαιρίες και η εθνική στρατηγική οφείλει να αντιμετωπίζει τους πρώτους και να αξιοποιεί τις δεύτερες. Με αποφασιστικότητα και ψυχραιμία, με επιμονή και φαντασία, με ενότητα στο εσωτερικό και διεθνείς συμμαχίες στο εξωτερικό, με το σωστό αφήγημα διεθνώς για το πρόβλημα «Τουρκία» και την ισχυροποίηση της αποτρεπτικής ισχύος, όπως έπραξε η Αθήνα το 2020.
Η ίδια η τουρκική ηγεσία δείχνει να προτιμά μια «συναλλακτική» σχέση με τη Δύση, αλά καρτ, που θα της έδινε μεγάλα περιθώρια ελευθερίας κινήσεων. Μια τέτοια ειδική σχέση με την Τουρκία θα προτιμούσαν και κάποιοι στην Ευρώπη, μακριά από τις δεσμεύσεις της ενταξιακής διαδικασίας.
Ωστόσο, η επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων αλλά και η πρόσφατη απόφαση των Ευρωπαίων να συντονιστούν με την Ουάσιγκτον στο ζήτημα της «Τουρκίας» δυσκολεύει την τουρκική αμφιθυμία. Η Τουρκία δεν μπορεί για πάντα να είναι άλλοτε με τη Δύση και άλλοτε απέναντι στη Δύση, ανάλογα με το τι τη συμφέρει.
Στο πρόσφατο παρελθόν, η Ελλάδα υπήρξε ένθερμος και ειλικρινής υποστηρικτής της προσέγγισης της Τουρκίας με την Ευρώπη. Δυστυχώς, η Τουρκία επέλεξε, υιοθετώντας το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», να γκρεμίσει τη γέφυρα που της προσφέρονταν. Η ίδια πείσθηκε ότι οι Ευρωπαίοι δεν ήταν ποτέ ειλικρινείς στην ενταξιακή της προοπτική.
Η αλήθεια είναι ότι η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. ήταν εξαρχής μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν τη χρησιμοποίησε εργαλειακά για να περιθωριοποιήσει τον στρατό από την πολιτική. Μόλις κυριάρχησε, εγκατέλειψε μετά χαράς τον φιλο-ευρωπαϊσμό των πρώτων χρόνων του στην εξουσία.
Η σχέση Δύσης-Τουρκίας θα συνεχίσει να διαμεσολαβείται, ως έναν βαθμό, από την Ελλάδα, είτε ως γέφυρα είτε ως ανάχωμα. Η επιλογή της Τουρκίας να επιμείνει στην αντιπαράθεση με την Ελλάδα δεν θα βλάψει μόνον τις διμερείς σχέσεις αλλά συνολικά τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να σταθμίσει η τουρκική ηγεσία. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή είναι δική της.”
Εδώ ολόκληρο το άρθρο