Τις τελευταίες ημέρες η επικαιρότητα κυριαρχήθηκε από το ζήτημα της αναγνώρισης των πτυχίων των καλλιτεχνών και την απόφαση του Αρείου Πάγου για τους πλειστηριασμούς. Και στα δυο ζητήματα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να πλήξει την κυβέρνηση κρύβοντας την αλήθεια και παίζοντας με το συναίσθημα, σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού. Πιστεύει ότι έτσι θα καταφέρει να κρύψει την ένδεια πολιτικών επιχειρημάτων του και ρεαλιστικών προτάσεων για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Και ότι ίσως έτσι πετύχει να αμφισβητήσει την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το προσοντολόγιο που κατάρτισε το Υπουργείο Εσωτερικών, υπό τον Μάκη Βορίδη, ήταν ένα πάγιο αίτημα εδώ και δεκαετίες για να μπορέσει να προχωρήσει ο μεγάλος γραπτός διαγωνισμός του ΑΣΕΠ, στις αρχές Μαρτίου. Στόχος είναι να καταταχθούν οι υποψήφιοι προς πρόσληψη στο Δημόσιο σε λίστα ανά ειδικότητα ώστε, όποτε παρουσιάζεται ανάγκη, η πρόσληψη να γίνεται γρήγορα χωρίς τις γνωστές καθυστερήσεις, οι οποίες νομιμοποιούν τις δικαιολογίες, άλλοτε θεμιτές και άλλοτε εκ του πονηρού, για την παράκαμψη του ΑΣΕΠ, μέσω των γνωστών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Το προσοντολόγιο δεν αφορά τους καλλιτέχνες. Όχι μόνο γιατί ρητά αποκλείστηκαν από αυτό αλλά και γιατί δεν προσλαμβάνονται με ΑΣΕΠ. Η κατηγορία ΔΕ (Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευση) δεν αφορά μόνο τους απόφοιτους Λυκείου αλλά και αυτούς της μετα-λυκιακής εκπαίδευσης, όπως κατεξοχήν είναι τα ΙΕΚ και μια σειρά από, κυρίως ιδιωτικές, σχολές κατάρτισης. Το αίτημα να αναγνωριστούν ως ανώτερης εκπαίδευσης (όπως ήταν παλιά τα ΤΕΙ) οι ιδιωτικές δραματικές σχολές έχει το ενδιαφέρον του, ιδίως όταν προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει πολεμήσει μετά μανίας την ιδιωτική ανώτερη και ανώτατη παιδεία.
Αν σε κάτι βοήθησε ο θόρυβος, που άδικα ξεσηκώθηκε, είναι να μπει μια τάξη στην καλλιτεχνική εκπαίδευση, με κριτήρια και διαβαθμίσεις, ώστε να αποκτήσει η χώρα μας τέτοια σε πανεπιστημιακό επίπεδο και να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι (κάτι που θα κάνει πολλούς από τους σημερινούς διαμαρτυρόμενους να αντιδράσουν ακόμα περισσότερο, όταν το αντιληφθούν).
Κάτι αντίστοιχο έγινε και με την απόφαση του ΑΠ. Αυτή δεν είναι πολιτική αλλά δικαστική. Και δεν πρέπει να χρεώνεται στην κυβέρνηση ή να ταυτίζεται η κυβέρνηση με την ολομέλεια του ΑΠ. Ιδίως αν η απόφαση βασίζεται σε νόμους προηγούμενων κυβερνήσεων. Άλλωστε, για την ακρίβεια της συζήτησης, η απόφαση δεν έχει δημοσιευτεί και δεν γνωρίζουμε το πλήρες σκεπτικό της. Έχει απλώς διαρρεύσει το δια ταύτα της.
Σε κάθε περίπτωση, δεν αλλάζει κάτι σε σχέση με ότι ίσχυε πριν την απόφαση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ενσκήψουμε, όπως πάντα κάνουμε, στο κοινωνικό πρόβλημα της προστασίας των ευάλωτων και αναξιοπαθούντων. Αλλά πάει πολύ να εγκαλούμαστε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ήταν αυτός που επέτρεψε στα funds να κάνουν πλειστηριασμούς, νομοθέτησε τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς για να διευκολύνει τη διαδικασία, εισήγαγε ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα για την παρεμπόδισή τους και επέτρεψε να εκπνεύσει, ουσιαστικά, η προστασία της πρώτης κατοικίας τον Φεβρουάριο του 2019.
Αλλά ακόμα περισσότερο, παρέδωσε ένα ταλαιπωρημένο τραπεζικό σύστημα, μετά το κλείσιμο των τραπεζών και την τραπεζική αργία του καλοκαιριού του 2015, την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και τη δραματική συρρίκνωση της καταθετικής τους βάσης, στο οποίο τα κόκκινα δάνεια ξεπερνούσαν το 40% του συνόλου. Με άλλα λόγια, όπως το αναγνώριζαν όλοι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και οι οικονομικοί αναλυτές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το καλοκαίρι του 2019, το τραπεζικό σύστημα αποτελούσε το μεγαλύτερο κίνδυνο για την ελληνική οικονομία.
Απέναντι σε αυτήν την καταστροφή, η κυβέρνηση της ΝΔ έβαλε ένα τέρμα, μειώνοντας δραματικά τα κόκκινα δάνεια, αυξάνοντας ραγδαία τις καταθέσεις, εκτοξεύοντας την αξία των ενυπόθηκων εξασφαλίσεων, μέσα από τη σημαντική άνοδο της κτηματαγοράς, ταυτόχρονα, με τη διευρυμένη προστασία της πρώτης κατοικίας και όσων έχουν πραγματικά ανάγκη την προστασία αυτή. Είναι άλλο πράγμα η συζήτηση για περαιτέρω προστασία, όπου χρειάζεται, και άλλο η μηδενιστική κριτική σε μια μεγάλη προσπάθεια που έγινε τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, από αυτούς που αφού κατέστρεψαν τις ελληνικές τράπεζες και μηδένισαν την αξία τους, το καλοκαίρι του 2015, τις αφελλήνισαν και δεν κατάφεραν να τις ανατάξουν επί τέσσερα χρόνια, στη συνέχεια.